Οι Νέες Τεχνολογίες και η Διδασκαλία της Φυσικής Αγωγής

Απόστολος Σίσκος & Παναγιώτης Αντωνίου
ΤΕΦΑΑ, Δηµοκρίτειο Πανεπιστήµιο Θράκης

Περίληψη


Οι πολλαπλές εφαρµογές των Νέων Τεχνολογιών επιδρούν ποικιλοτρόπως σε κάθε πτυχή της κοινωνικής, οικονοµικής και πολιτιστικής δραστηριότητας και αυτό είναι πλέον µια αναµφισβήτητη πραγµατικότητα. Σήµερα είναι γενικά αποδεκτό ότι οι Νέες Τεχνολογίες έχουν ένα ζωτικής σηµασίας ρόλο στην εκπαίδευση όλων των βαθµίδων. Ουσιαστικά η ίδια η κοινωνία επιβάλλει την προετοιµασία των νέων έτσι ώστε να καταστούν διορατικοί και επιδέξιοι χρήστες των πληροφοριών αλλά και δηµιουργοί γνώσεων. Οι εκπαιδευτικοί συµµετέχοντας στις αλλαγές και δεχόµενοι τις επιδράσεις πρέπει να δηµιουργήσουν νέα αποδεκτά πρότυπα διδασκαλίας στηριγµένα στις Νέες Τεχνολογίες. Οι δυνατότητες και οι προοπτικές που ανοίγονται µε τη χρήση των Νέων Τεχνολογιών είναι σηµαντικές και καθοριστικές και για τον κλάδο της Φυσικής Αγωγής. Οι καθηγητές Φυσικής Αγωγής πρέπει να προσεγγίσουν αυτήν την πρόκληση ως ιδανική ευκαιρία για υποβοήθηση και βελτίωση της διδασκαλίας αλλά και του κύρους του µαθήµατος. Για να γίνει αυτή η προσέγγιση µε τον καλύτερο δυνατό τρόπο παράγεται όλα αυτά τα χρόνια της πληροφορικής επανάστασης ένας µεγάλος όγκος ερευνητικών δεδοµένων για τη χρήση των Νέων Τεχνολογιών στην εκπαίδευση γενικότερα και στη Φυσική αγωγή και τον Αθλητισµό ειδικότερα. Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν µέσα από την ανασκόπηση της σχετικής βιβλιογραφίας α) να αναδείξει τις δυνατότητες που παρέχουν οι Νέες Τεχνολογίες στη διδασκαλία της Φυσικής Αγωγής και β) να παρουσιάσει τα αποτελέσµατα σχετικών ερευνών που διενεργήθηκαν διεθνώς τα τελευταία χρόνια. Συµπερασµατικά µπορούµε να πούµε ότι οι Νέες Τεχνολογίες δεν είναι πανάκεια ειδικά για τη Φυσική Αγωγή αλλά ένα εργαλείο χρήσιµο για τη βελτίωση του εκπαιδευτικού έργου των καθηγητών.
Λέξεις κλειδιά: διδασκαλία µε τη βοήθεια υπολογιστή, διδασκαλία µε τη βοήθεια πολυµεσικής εφαρµογής, δικτυακή αποστολή, πολυµεσικά σχέδια εργασίας, διαδίκτυο.

New Technologies and Teaching Physical Education
Apostolos Siskos & Panagiotis Antoniou Department of Physical Education and Sport Science, Democritus University of Thrace, Komotini, Greece

Abstract
It is an undoubted reality that multiple applications of New Technologies affect in a variety of modes all aspects of social, economic and cultural activity. It is generally agreed nowadays that New Technologies have a vital role in education of all levels. In fact, society itself makes it necessary for the young to be equipped in such a way so as to become both intuitive and efficient users of information and information creators themselves. Educators, as they take part in change and receive its impact, should create new acceptable technology-mediated instruction models. The potential and prospects that open up with the implementation of New Technologies are of primary importance for the field of Physical Education (P.E.). P.E. teachers should approach this challenge as a unique opportunity to support and improve both the instruction and the status of their taught subject. In order for this approach to be maximally achieved, a large volume of research data has been produced during the years of the information revolution concerning the use of New Technologies in education at large and, more specifically, in P.E. and Sports Pedagogy. The aim of the present study is through the literature review a) to highlight the potential offered by New Technologies in the teaching of P.E. and b) present the
Διεύθυνση επικοινωνίας: Απόστολος Σίσκος Δηµοκρίτειο Πανεπιστήµιο Θράκης, Τµήµα Επιστήµης Φυσικής Αγωγής & Αθλητισµού 7ο χλµ. Κοµοτηνή – Ξάνθη, 69100 Κοµοτηνή e – mail: asiskos@phyed.duth.gr
results of relevant research carried out at a global level over the recent years. In conclusion, it can be stated that New Technologies are not a panacea for P.E. but a useful tool for the improvement of teachers’ work.
Key words: computer aided instruction, multimedia computer aided instruction, webquest, multimedia projects, internet.

Γενική εισαγωγή
Οι εφαρµογές των Νέων Τεχνολογιών επιδρούν στην κοινωνία και αυτό είναι πλέον µια αναµφισβήτητη πραγµατικότητα που αντανακλάται σε κάθε πτυχή της κοινωνικής, οικονοµικής και πολιτιστικής δραστηριότητας. Μια από τις επιδράσεις είναι η δηµιουργία µιας παράλληλης κοινωνίας, της Κοινωνίας της Πληροφορίας, για την οποία στη σηµερινή εποχή αναπτύσσεται πολλή συζήτηση, ιδιαίτερα για τις δυνατότητες που αυτή προσφέρει στη ζωή µας. Ο όρος Κοινωνία της Πληροφορίας σκιαγραφεί τον τρόπο µε τον οποίο διαµορφώνεται η σύγχρονη κοινωνία, καθώς εµποτίζεται διαρκώς από τις Νέες Τεχνολογίες της Πληροφορίας και της Επικοινωνίας χρησιµοποιώντας και αξιοποιώντας τις µε όλο και πιο έντονο ρυθµό σε όλο το φάσµα της ανθρώπινης δραστηριότητας.
Το ερώτηµα που χρήζει απάντησης είναι πως εννοούνται αυτές οι Νέες Τεχνολογίες που παίζουν τόσο σηµαντικό ρόλο στη διαµόρφωση της κοινωνίας µας; Σύµφωνα µε τους Μηλιώνη και Μπαλτά (2001, σελ 346), «... µε τον όρο Νέες Τεχνολογίες εννοούµε εκείνες που βασίζονται στις εφαρµογές των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών και στις προηγµένες υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών. Δεν είναι µαζικά Μέσα Επικοινωνίας µε την παραδοσιακή έννοια του όρου, αλλά αφορούν κυρίως την αποθήκευση και την επεξεργασία των δεδοµένων, την τηλεπικοινωνιακή µετάδοση των πληροφοριών και την αρχειοθέτησή τους σε ηλεκτρονική µορφή».
Ένας από τους πολλούς τοµείς στους οποίους έχουν διεισδύσει οι Νέες Τεχνολογίες και επηρεάζουν τις δοµές του είναι η εκπαίδευση. Σχετικές έρευνες φαίνεται να δείχνουν ότι η σωστή εφαρµογή τους θα εξυπηρετήσει σε µεγάλο βαθµό τους στόχους της εκπαίδευσης (Σβολόπουλος, 2002). Οι Νέες Τεχνολογίες της Πληροφορίας και της Επικοινωνίας αποτελούν στοιχείο του σύγχρονου πολιτισµού και της κουλτούρας και δηµιουργούν νέες απαιτήσεις και προκλήσεις στην εκπαίδευση, αφού προσφέρουν νέους τρόπους µάθησης, πληροφόρησης, επικοινωνίας και εργασίας (Μακράκης, 2000). Με τις δυνατότητες που παρέχουν ως διδακτικά και µαθησιακά εργαλεία καθιστούν αναγκαία την ενσωµάτωσή τους στα εκπαιδευτικά δρώµενα όλων των βαθµίδων (Μακράκης, 2001).
Η κυριότερη έκφραση των Νέων Τεχνολογιών είναι οι εφαρµογές πληροφορικής στα υπολογιστικά συστήµατα. Από την δεκαετία του ’80 η ευρεία κυκλοφορία και η εύκολη απόκτηση προσωπικού υπολογιστή ουσιαστικά έδωσε µια διαφορετική ώθηση σε πολλούς κλάδους της εκπαίδευσης, επηρεάζοντας και το εκπαιδευτικό έργο των καθηγητών Φυσικής Αγωγής (Martens, 1997). Δυστυχώς, οι καθηγητές Φυσικής Αγωγής αρχικά έδειξαν να µην εκµεταλλεύονται πλήρως τις δυνατότητες που παρέχουν οι Νέες Τεχνολογίες (Raz-Lieberman, & Lieberman, 1992) αν και αργότερα κατεγράφη ότι τις θεωρούν σηµαντικές στη δουλειά τους (Αντωνίου, Σίσκος & Φαρµάκης, 2001; Martens, 1997). Πιθανόν αυτό να οφείλεται στην ελλιπή ενηµέρωση των καθηγητών Φυσικής Αγωγής για τις δυνατότητες που παρέχουν τα νέα εργαλεία και οι εφαρµογές τους. Η Φυσική Αγωγή, παρόλο που ως µάθηµα ασχολείται µε τη φυσική δραστηριότητα και την κίνηση, είναι µια γνωστική περιοχή όπου οι Νέες Τεχνολογίες µπορούν να παίξουν ένα σηµαντικό ρόλο (Silverman, 1997). Οι Νέες Τεχνολογίες µπορούν να επηρεάσουν θετικά το περιβάλλον µάθησης (Coelho, 1999) βοηθώντας τους καθηγητές Φυσικής Αγωγής να παρέχουν περισσότερες και ποιοτικότερες εµπειρίες µάθησης και τους µαθητές να επιτύχουν τους στόχους του µαθήµατος της Φυσικής Αγωγής (Lambdin, 1995). Βέβαια, για να επιτευχθεί αυτό, θα πρέπει η χρήση των Νέων Τεχνολογιών να βρίσκεται σε αρµονία µε τις παιδαγωγικές αρχές και τους σκοπούς της Φυσικής Αγωγής (Rintala, 1998). Το ερώτηµα είναι πώς µπορούµε να συνδυάσουµε τις Νέες Τεχνολογίες µε τη Φυσική Αγωγή; Για να δώσουµε µια καλά θεµελιωµένη απάντηση στο ερώτηµα αυτό θα πρέπει να γνωρίζουµε τον καθορισµό των νέων τεχνολογιών και της χρήσης που έχει για τη Φυσική Αγωγή (Damme, 2002).
Σκοπός της παρούσας ανασκόπησης είναι να αναδείξει τις δυνατότητες που παρέχουν οι Νέες Τεχνολογίες στη διδασκαλία της Φυσικής Αγωγής παρουσιάζοντας αποτελέσµατα σχετικών ερευνών που διενεργήθηκαν διεθνώς τα τελευταία χρόνια.

Τεχνολογία και εκπαίδευση: Σχετικές προσεγγίσεις
Το 1983 ο Wilkinson προέβλεψε ότι οι υπολογιστές θα ενταχθούν στην κλασσική αίθουσα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 καθώς θα αποτελέσουν το επίκεντρο των µελλοντικών δραστηριοτήτων της εκπαίδευσης. Σχεδόν δύο δεκαετίες αργότερα, για την προώθηση της χρήσης των Νέων Τεχνολογιών στη Σχολική Εκπαίδευση, έχουν πραγµατοποιηθεί πρωτοβουλίες εθνικές, ευρωπαϊκές και διεθνείς που έχουν ως βασικούς στόχους αφενός τον εξοπλισµό και τη δικτύωση των σχολείων µε υπολογιστές αφετέρου την επιµόρφωση των εκπαιδευτικών στη χρήση των Νέων Τεχνολογιών και την ανάπτυξη κατάλληλου εκπαιδευτικού λογισµικού (Ίδρυµα Μελετών Λαµπράκη, 2001). Στη χώρα µας, εδώ και µερικά χρόνια, ο χώρος της εκπαίδευσης έχει συµπεριληφθεί στον κατάλογο των κοινωνικών δραστηριοτήτων, οι οποίες ενισχύονται οικονοµικά, στο πλαίσιο της διαδικασίας σύγκλισης µε τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στα πλαίσια αυτών των πρωτοβουλιών προβλέπεται ότι µέχρι το τέλος του 2006 όλα τα σχολεία της χώρας θα συνδεθούν µε το Διαδίκτυο και θα επιµορφωθούν σε θέµατα Πληροφορικής όλοι οι εκπαιδευτικοί της πρωτοβάθµιας και δευτεροβάθµιας εκπαίδευσης (Ράπτης & Ράπτη, 2000).
Υπάρχουν τουλάχιστον πέντε κύριοι λόγοι που υποστηρίζουν την ένταξη των Νέων Τεχνολογιών στην εκπαιδευτική διαδικασία και αναφέρονται στην υποστήριξη και ενίσχυση: α) της µάθησης, β) της διδασκαλίας, γ) της κοινωνικοποίησης του παιδιού, δ) της κοινωνικής ένταξης των παιδιών µε ειδικές ανάγκες ε) της δηµιουργικότητας και αποτελεσµατικότητας των εκπαιδευτικών (Poole, 1997). Σ’ όλο τον κόσµο καταγράφονται σχολεία, που έχουν ενσωµατώσει τις Νέες Τεχνολογίες στην εκπαιδευτική διαδικασία, όπου η µάθηση επιτυγχάνεται χρησιµοποιώντας υπολογιστές και ψηφιακά δίκτυα (Pedroni, 1997). Οι Νέες Τεχνολογίες αλλάζουν ριζικά τον τρόπο µε τον οποίο οι µαθητές έχουν πρόσβαση, συγκεντρώνουν, αναλύουν, αναπαριστάνουν, παρουσιάζουν και µεταφέρουν την πληροφορία. Τα νέα τεχνολογικά εργαλεία µεταβάλλουν όχι µόνο το πώς µαθαίνουν τα παιδιά, αλλά ακόµη το τι µαθαίνουν και µε ποιους µαθαίνουν (Negreponte, Resnick, & Casse, 1997). Οι αλλαγές αυτές αναµένεται να έχουν άµεσο αντίκτυπο σε όλες τις πτυχές της εκπαιδευτικής διαδικασίας (Crawford 1999). Στο σύγχρονο σχολείο οι Νέες Τεχνολογίες δεν περιορίζονται στον πληροφορικό αλφαβητισµό αλλά παρέχουν δυναµικά εργαλεία και εφαρµογές υποστήριξης, ενίσχυσης και εµπλουτισµού της διδασκαλίας και της µάθησης (Τζιµογιάννης, 2001).
Αρκετές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν θεσµοθετήσει την ένταξη των Νέων Τεχνολογιών στο επίσηµο αναλυτικό τους πρόγραµµα, µε πρωτοπόρο τη Βρετανία, η οποία το 1999 προχώρησε ακόµη περισσότερο και θέσπισε το κατάλληλο πλαίσιο για την ένταξη των Τεχνολογιών της Πληροφορίας και Επικοινωνίας (ΤΠΕ) σε όλα τα γνωστικά αντικείµενα και όλες τις εκπαιδευτικές βαθµίδες (Bush, 2004; Ίδρυµα Μελετών Λαµπράκη, 2001). Ζώντας σε αυτό το «νέο» σχολικό περιβάλλον οι καθηγητές Φυσικής Αγωγής νιώθουν την ανάγκη και την πίεση να ενσωµατώσουν τις Νέες Τεχνολογίες στη δουλειά τους στο σχολείο για να βελτιώσουν την ποιότητα µάθησης των µαθητών τους (Bush, 2004). Αυτή η κατάσταση στην εκπαίδευση όµως δεν παρέχει την απαραίτητη δυναµική για την ενσωµάτωση των Νέων Τεχνολογιών στο µάθηµα της Φυσικής Αγωγής. Και άλλοι παράγοντες όπως οι θετικές στάσεις (Bush, 2004), το ισχυρό ενδιαφέρον του καθηγητή Φυσικής Αγωγής για τις Τεχνολογίες της Πληροφορίας και Επικοινωνίας και τις εφαρµογές τους στη διδασκαλία του µαθήµατος της Φυσικής Αγωγής πρέπει να καλλιεργηθούν για την ενσωµάτωση (MacKechnie, 2003).
Εάν οι Νέες Τεχνολογίες τελικά ενσωµατωθούν στη Φυσική Αγωγή πιθανόν να εξαρτάται όχι µόνο από την γενική πολιτική του κράτους αλλά και από το κάθε σχολείο ή από τον κάθε καθηγητή Φυσικής Αγωγής ξεχωριστά (Silverman, 1997). Πολύτιµοι αρωγοί στις προσπάθειες του καθηγητή Φυσικής Αγωγής µέσα στη σχολική µονάδα µπορούν να είναι ο Διευθυντής της, ο οποίος πρέπει να πιστεύει σε καινοτόµες προσπάθειες και να µην φοβάται να ξοδέψει χρήµατα για τον εξοπλισµό του σχολείου του µε νέα εργαλεία και ο υπεύθυνος της Πληροφορικής της περιοχής, ο οποίος πρέπει να αναγνωρίζει και να υποστηρίζει τη φιλοδοξία και την εµµονή του καθηγητή για την επιτυχία της καινοτόµου προσπάθειάς του (MacKechnie, 2003).
Πολλοί όµως δεν είναι γνώστες των πλεονεκτηµάτων της χρήσης των Νέων Τεχνολογιών στη Φυσική Αγωγή και συνεπώς έχουν αρνητικές στάσεις ως προς αυτές. Επιπρόσθετα, ψυχολογικοί και κοινωνικοί παράγοντες γενικότερα, συντέλεσαν στην καθυστέρηση της διάδοσης των Νέων Τεχνολογιών. Έτσι, λόγου χάρη, ένας σηµαντικός ανασταλτικός παράγοντας υπήρξε ο φόβος µέρους του συνόλου των εκπαιδευτικών ότι οι υπολογιστές θα έπαιρναν την θέση τους ή θα υποβίβαζαν το δικό τους ρόλο στη διαδικασία της διδασκαλίας. Πολλά µέλη της εκπαιδευτικής κοινότητας µπορεί να µην αισθάνονται άνετα και ασφαλή λόγω των υπολογιστών και της τεχνολογίας. Δυστυχώς δεν µπορούν να συνειδητοποιήσουν πόσο θα µπορούσε να εφαρµοστεί στα µαθήµατά τους και µε ποιες επιπτώσεις. Ίσως να χρειάζεται µία ριζική αλλαγή στο εκπαιδευτικό σύστηµα και να επιβραβεύεται η προσπάθεια για εκπαιδευτικές καινοτοµίες (Santaro, 1991).
Επιπλέον, η εισαγωγή των υπολογιστών, που αποτελούν επίτευγµα της ψυχρής τεχνολογίας, φαινόταν γενικά ασυµβίβαστη µε τις ανθρωπιστικές και παιδαγωγικές σπουδές (Χατζηγεωργίου, 2002). Αρχικά υπήρξαν ακόµη φόβοι για την αποδυνάµωση της σχέσης και ψυχικής επαφής δασκάλου- µαθητή, την αποµόνωση και παθητικότητα των µαθητών (Χατζηχαριστός & Γαλάκος, 1993). Φαίνεται πως η αντίσταση στους νεωτερισµούς και τις αλλαγές είναι ένα συνεχόµενο πρόβληµα στην ιστορία της εκπαίδευσης. Κατά την Kerns (1986), ενώ η απόδοση ήταν εξασφαλισµένη όταν χρησιµοποιήθηκαν, ακόµα συνεχίζεται η αντίσταση αρκετών εκπαιδευτικών στη χρήση των υπολογιστών στην εκπαίδευση. Ειδικά στη Φυσική Αγωγή υπήρξε ο προβληµατισµός ότι µε τη χρήση κάποιων εφαρµογών των Νέων τεχνολογιών θα µειωνόταν η φυσική δραστηριότητα των παιδιών, το µάθηµα θα έχανε τον πρακτικό του χαρακτήρα, θα γινόταν περισσότερο θεωρητικό και θα έχανε το λόγο ύπαρξής του στην εκπαίδευση. Υπήρχε, δηλαδή, η έντονη ανησυχία εάν θα µπορούσαν οι Νέες Τεχνολογίες να παρακινήσουν τα παιδιά σε αυξηµένη φυσική δραστηριότητα ή θα οδηγούσαν σε αντίθετα αποτελέσµατα (Silverman, 1997).
Εντούτοις, η Φυσική Αγωγή µπορεί να ωφεληθεί από τη σωστή χρήση και ενσωµάτωση των Νέων Τεχνολογιών. Οι καθηγητές Φυσικής Αγωγής δεν έχουν την πολυτέλεια να αγνοήσουν την πραγµατικότητα µέσα στην οποία ζουν, που είναι η εποχή της άνθησης της πληροφορικής, και να στερηθούν των πλεονεκτηµάτων που αυτή προσφέρει. Δεν έχουν το δικαίωµα να µείνουν «τεχνολογικά αναλφάβητοι» και θεατές των εξελίξεων. Ήδη από τις αρχές τις προηγούµενης δεκαετίας εκφραζόταν η άποψη πως πρέπει να συµφιλιωθούν µε την ιδέα ότι οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές έχουν γίνει µέρος της καθηµερινής ζωής στα σχολεία και να εισαγάγουν τις εφαρµογές ηλεκτρονικών υπολογιστών στη Φυσική Αγωγή (Alvarez-Pons, 1992). Με αυτό τον τρόπο υπήρχε η προσδοκία ότι θα αποκτήσουν οικειότητα µε την τεχνολογία και την απαραίτητη τεχνογνωσία για την αποτελεσµατική χρήση των εφαρµογών της (Katz, 1992).
Η εισαγωγή των ψηφιακών πολυµέσων στη φυσική αγωγή για την απόκτηση θεωρητικών γνώσεων λόγω της πρωτοτυπίας των µέσων αλλά και τον εκσυγχρονισµό των διδακτικών εργαλείων φαίνεται να είναι σηµαντική. Στην έρευνα των Liu, Yang και Zhao (2001), οι οποίοι µελετούσαν την επίδραση της χρήσης πολυµέσων στη διδασκαλία του µαθήµατος της φυσικής αγωγής, προέκυψε θετική συσχέτιση όσον αφορά την πρωτοτυπία της µεθόδου µε τη δηµιουργία κινήτρων στους µαθητές για περαιτέρω ενασχόληση. Σύµφωνα µε τους Lu and Shen (2001), η χρήση των πολυµέσων στη φυσική αγωγή µπορεί να βοηθήσει τους µαθητές στην κατανόηση της σωστής θεώρησης µιας κίνησης, να αυξήσει το ενδιαφέρον των µαθητών για τη συγκεκριµένη κινητική δεξιότητα και ταυτόχρονα να αποτελέσει ένα πολύ καλό και απαραίτητο εργαλείο στα χέρια των καθηγητών φυσικής αγωγής.

Ανασκόπηση σχετικών ερευνών
Ο χώρος της Φυσικής Αγωγής, λόγω της µορφής του µαθήµατος που περιλαµβάνει διάλεξη, επίδειξη και εκτέλεση κινητικών δραστηριοτήτων, από τα πρώτα βήµατα της εξάπλωσης της πληροφορικής, φάνηκε να αποτελεί ένα µοναδικό πεδίο όπου µπορεί να χρησιµοποιηθεί δυναµικά η διδασκαλία µε τη βοήθεια υπολογιστή ως διδακτική τεχνική (Adams, Waldrop & Justen, 1989). Οι Νέες Τεχνολογίες µε τη συνεχή εξέλιξή τους και µε τις τεράστιες δυνατότητες στη διδακτική διαδικασία, ιδιαίτερα αντικειµένων της Φυσικής Αγωγής, πάντα αποτελούσαν ένα πεδίο που είχε ανάγκη καθορισµού της αποτελεσµατικότητάς του (Katz, 1992). Στη Φυσική Αγωγή η συµµετοχή αυτών των τεχνολογιών ως εκπαιδευτικό βοήθηµα ήταν περιορισµένη. Αυτό είχε ως αποτέλεσµα ο αριθµός των ερευνών για την αποτίµηση της αποτελεσµατικότητάς τους στη διδασκαλία και τη µάθηση να είναι µικρός, ιδιαίτερα πριν την µεγάλη έκρηξη των εφαρµογών πολυµέσων στη δεκαετία του ’90 (Alvarez-Pons, 1992; Haslam, 1994).

Περισσότερα...

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«Τό δέ τήν πόλιν σοι δούναι ουκ εμόν εστίν ούτ’ άλλου των κατοικούντων ἐν ταύτη· ...»

Νομοθεσία σχετικά με παρελάσεις

ΟΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΙ ΔΕΚΑΘΛΗΤΕΣ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΕΠΟΧΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ