Η ΦΥΣΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΩΣ ΠΑΡΑΓΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ ΠΑΙΔΙΩΝ ΠΡΩΤΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ:
Η κοινωνικοποιητική λειτουργία του αθλητισμού και της σχολικής φυσικής αγωγής

(από τη Διδακτορική Διατριβή 
«Η ΦΥΣΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΩΣ ΠΑΡΑΓΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ ΠΑΙΔΙΩΝ ΠΡΩΤΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ» 
της Δρ. ΒΑΡΔΟΥΛΗ – ΛΑΠΠΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑΣ 
του ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ 
του ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ)


 Ο αθλητισμός, όπως κάθε κοινωνικό θεσμός, λειτουργεί με ορισμένους κανόνες, τους οποίους ασπάζονται όσοι ασχολούνται με αυτόν. Τα παιχνίδια και τα διάφορα αθλήματα, τελούνται μέσω ενός πλέγματος κανόνων τους οποίους οι αθλούμενοι, καλούνται να εφαρμόσουν υποχρεωτικά. Κατά συνέπεια, λοιπόν, ο αθλητισμός συντελεί στην κοινωνικοποίηση του ατόμου, αφού αναγκάζει όσους ασχολούνται με αυτόν, να προσαρμόζονται, υιοθετώντας και επιδεικνύοντας συγκεκριμένο τρόπο συμπεριφοράς. Βέβαια, τα διάφορα γνωστικά αντικείμενα του σχολείου αποτελούν στο σύνολό τους το μηχανισμό της κοινωνικοποίησης, αλλά το μάθημα της Φυσικής Αγωγής, είναι εκείνο, που κοινωνικοποιεί εντονότερα τα παιδιά, γιατί μέσα στο παιχνίδι και την αθλητική δραστηριότητα γενικότερα λαμβάνουν χώρα καταστάσεις όμοιες με εκείνες της ευρύτερης και μεγάλης κοινωνίας.


Το κάθε παιχνίδι έχει συγκεκριμένους κανόνες, που πρέπει να ακολουθηθούν, γιατί αλλιώς δεν είναι εφικτή η εκτέλεσή του. Τους κανόνες αυτούς το παιδί τους δέχεται οικειοθελώς και συνειδητά και κατά συνέπεια μαθαίνει να πειθαρχεί.


Στο σημείο αυτό, έδωσε ιδιαίτερη σημασία ο E.C. Lindemann, ο οποίος θεωρεί ότι μέσω της φυσικής αγωγής και ειδικά του αθλητισμού, το άτομο καλλιεργεί την ετοιμότητά του να αποδεχτεί και να υιοθετήσει τους κανόνες που ρυθμίζουν τις κοινωνικές ενέργειες και να αναπτύξει τρόπους συμπεριφοράς, αποδεκτούς από το κοινωνικό σύνολο (Lindemann,1961). Σε σύγκριση μάλιστα, προς άλλους θεσμούς της κοινωνίας, η φυσική αγωγή μέσω της συμμετοχής σε αθλητικές δραστηριότητες θεωρείται ότι έχει πολύ πιο συγκεκριμένους κανονισμούς που απαιτούν πιστή τήρηση.


Εκτροπές λοιπόν, από τους κανονισμούς του αγώνα επισύρουν τον κολασμό, ενώ η πειθάρχηση αμείβεται. Ο παράγοντας, λοιπόν, του ‘κανονιστικού εναρμονισμού’, ενυπάρχει στον αθλητισμό (Παππάς, 2004).


Καθώς ο μαθητής παίζει ή αθλείται, διδάσκεται και αντιλαμβάνεται το νόημα και τη σημασία μερικών βασικών αξιών, όπως της συνεργασίας, της αλληλεγγύης και της ομαδικότητας. Κατανοεί την έννοια της επίδοσης και γνωρίζει τη σημασία της σύγκρουσης και διένεξης, με τον ίδιο τρόπο, τις ίδιες συνθήκες και επιπτώσεις, όπως ακριβώς γίνεται και στην ευρύτερη ομάδα της κοινωνίας.


Ο χώρος του αθλητισμού χαρακτηρίζεται ως «μικρόκοσμος της κοινωνίας» καθώς αντικατοπτρίζει το ισχύον κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο του συνόλου (Παππάς, 2004). Στην ουσία του συνιστά έναν ιδιαίτερο κοινωνικό θεσμό, καθώς περιλαμβάνει μια σειρά κανόνων, ρόλων, προτύπων συμπεριφοράς, στόχων και σχέσεων μεταξύ των ατόμων που εμπλέκονται σε σχετικές δραστηριότητες, κανόνων και αξιών, που τον καθιστούν αυτόνομο σύστημα (Θεοδωράκης κ.ά.,2001). Αυτές οι αντιδράσεις λαμβάνουν χώρα σε συγκεκριμένα στενά πλαίσια δραστηριότητας, όπου η παράβαση των κανόνων και η απόκλιση της συμπεριφοράς, επιφέρει και παραδειγματική τιμωρία (Horn et.al.,1980).


Στον αθλητισμό το άτομο μαθαίνει τον τρόπο της κοινωνικής συμπεριφοράς, όπως προσαρμογή στις απαιτήσεις της ομάδας, αλληλεγγύη προς τους συναθλητές του, συνεργασία και ευγένεια. Έτσι, με την αθλητική δραστηριότητα καλλιεργούνται οι διαπροσωπικές και συντροφικές ιδιότητες, οι οποίες είναι τόσο χαρακτηριστικές για την κοινωνική συμπεριφορά και συνύπαρξη (Παππάς, 2004)


Ο αθλητισμός μπορεί και λειτουργεί έτσι, ώστε να αντισταθμίζει και να εξαλείφει ελαττώματα και αρνητικές συνέπειες, που απορρέουν από την αποτυχία της ευρύτερης κοινωνίας. Με αυτό τον τρόπο, κατορθώνει να κοινωνικοποιεί και να επανεντάσσει το άτομο στη μεγάλη κοινωνία. Ακόμη επιτυγχάνει να απαλείψει και να εξισορροπήσει αρνητικές επιπτώσεις της μη ένταξης σε ορισμένες ομάδες της κοινωνίας, δηλαδή, ελαττώματα που έχουν σαν συνέπεια, για παράδειγμα, τον περιορισμό της κινητικής έκφρασης, λόγω έλλειψης αυτοπεποίθησης στις ατομικές ικανότητες. Συγχρόνως βέβαια, ο αθλητισμός νοείται και σαν ένας θεσμός, ο οποίος μπορεί να βοηθήσει εκείνα τα άτομα που στην ανάπτυξή τους παρουσιάζουν δυσκολίες στη διαδικασία της κοινωνικοποίησης.


Στον αθλητισμό δραστηριοποιείται κανείς τόσο σε ομαδικά όσο και σε ατομικά αθλήματα και αγωνίσματα. Εν τούτοις, ακόμα και τα άτομα που αγωνίζονται καθαρά σε ατομικά αγωνίσματα δρουν σε ομαδικά πλαίσια, αφού σε αγώνες στους οποίους δεν παίρνουν ποτέ μέρος ανώνυμα άτομα, αλλά το σωματείο ή η ομάδα. Έτσι ακόμη και οι αθλητές των ατομικών αγωνισμάτων λειτουργούν μέσα στα πλαίσια μιας ομάδας.


Ο Mead βλέπει στο ομαδικό παιχνίδι να εμφανίζονται όλοι εκείνοι οι σημαντικοί παράγοντες και μηχανισμοί που κοινωνικοποιούν το συμμετέχον άτομο. Μέσα στο ομαδικό παιχνίδι, το άτομο διαμορφώνει τον ολοκληρωμένο του ‘εαυτό’, σχηματίζει δηλαδή το «Εγώ», που είναι ο κοινωνικά διαμορφούμενος εαυτός, εκείνος που θεμελιώνεται στις στάσεις και τις απαιτήσεις του κοινωνικού συνόλου και αναγνωρίζεται από το σύνολο αυτό.


Το ομαδικό παιχνίδι δεν είναι όμως μόνο ένα σύνολο ρόλων, αλλά ένα σύνολο οργανωμένων ρόλων. Το ομαδικό παιχνίδι έχει κανόνες. Στο ομαδικό παιχνίδι το άτομο είναι υποχρεωμένο να καθορίζει κάθε στιγμή τη στάση και τη συμπεριφορά του, παίρνοντας παράλληλα υπόψη τη στάση και τη συνακόλουθη συμπεριφορά καθενός και όλων μαζί των παιχτών που απαρτίζουν, την ώρα του παιχνιδιού, μια ενότητα, η οποία είναι ένας «άλλος», ο οποίος συγκροτείται από την οργάνωση των στάσεων όσων συμμετέχουν στην ίδια διαδικασία (Παπακυριακού, 1992).


Στον αθλητισμό αγωνίζονται πολλοί για την νίκη, αλλά ελάχιστοι κερδίζουν. Έτσι ο αθλητής κανονικά αναμένεται να αντιμετωπίζει περισσότερες απογοητεύσεις παρά επιτυχίες. Ως εκ τούτου, υποχρεώνεται να αποδέχεται και να εκφράζει με κόσμιο τρόπο το συναίσθημα της πικρίας και της απογοήτευσης που προκαλείται από μια ήττα (Παππάς, 2004). Το σύνθημα που κυριαρχεί σε όλους τους χώρους του αθλητισμού και που επαναλαμβάνεται διαρκώς είναι: ‘ο αθλητής πρέπει να ξέρει να χάνει’. Εδώ, λοιπόν, εμφανίζεται ο παράγοντας της «ισχύος του Εγώ».


Ο αθλητής, είτε αγωνίζεται σε ομαδικό άθλημα, είτε σε ατομικό, καλείται συνεχώς να θυσιάζει τις προσωπικές επιθυμίες και να λειτουργεί συλλογικά, προκειμένου να μπορέσει η ομάδα να κερδίσει, αφού, όπως προαναφέραμε, είναι σταθερά παρών ο παράγοντας - ομάδα. Ο αθλητής στον αγώνα αισθάνεται συνδεδεμένος με τους συναθλητές του, γι’ αυτό συμπαρίσταται στον καθένα όπως μπορεί. Το συναίσθημα του «εμείς» σε αυτή την περίπτωση είναι πολύ ισχυρό.


Ως εκ τούτου, μπορούμε να πούμε ότι ο κοινωνικοποιητικός παράγοντας της αλληλεγγύης είναι αναπόσπαστο μέρος του αθλητισμού. Ο πάντα περιορισμένος σε σχέση με τον αριθμό των συμμετεχόντων στον αγώνα αριθμός νικητών, αντιστοιχεί στον αθλητισμό σε ένα πολύ μεγαλύτερο πλήθος χαμένων. Από την άλλη μεριά, οι κανονισμοί του αθλητισμού είναι σαφείς και δεν επιτρέπουν αποκλίσεις. Έτσι εδώ παρουσιάζεται πρόβλημα για το πώς ένας χαμένος θα μπορούσε να αντιπαραθέσει τις προσωπικές, υποκειμενικές αντιλήψεις και ικανότητες για να δημιουργήσει καλύτερες ευκαιρίες για επιτυχία. Οι δυνατότητες σε αυτή την περίπτωση, προσφέρονται με την ανάπτυξη μιας ιδιαίτερης τακτικής, που είναι καθαρά θέμα του αθλητή. Συνήθως, όμως μόνο η τακτική δεν φθάνει. Γι’ αυτό πολλοί αθλητές καταφεύγουν στην καταστρατήγηση των κανονισμών, προκειμένου να φτάσουν στον επιθυμητό στόχο (Lappa, 2006).


Ιδιαίτερα στις υψηλές κατηγορίες των πρωταθλημάτων και στον επαγγελματικό αθλητισμό ο αθλητής λειτουργεί απόλυτα συνειδητά και προσχεδιασμένα. Κατά συνέπεια μπορούμε να πούμε ότι ο παράγοντας της «ταύτισης του Εγώ» δεν βρίσκει εκεί μεγάλη εφαρμογή.


Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι το υποσύστημα του αθλητισμού ασκεί έντονες κοινωνικοποιητικές επιδράσεις στα άτομα που συμμετέχουν σε αυτό. Η διαπίστωση αυτή, οδήγησε στην ανάπτυξη του ιδιαίτερου επιστημονικού χώρου της Κοινωνιολογίας του Αθλητισμού, που διερευνά την κοινωνική διάσταση της Φυσικής Αγωγής και του Αθλητισμού, την αλληλεπίδρασή τους με την κοινωνία και τις κοινωνικές ενέργειες που εκδηλώνονται στα πλαίσιά τους. Η επιστήμη αυτή συνεχώς εξελίσσεται βασίζεται δε περισσότερο σε εμπειρικά δεδομένα και σε μεθοδολογικά εργαλεία που χρησιμοποιούνται γενικότερα από τις κοινωνικές επιστήμες (Παππάς, 2004).

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«Τό δέ τήν πόλιν σοι δούναι ουκ εμόν εστίν ούτ’ άλλου των κατοικούντων ἐν ταύτη· ...»

Νομοθεσία σχετικά με παρελάσεις

ΟΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΙ ΔΕΚΑΘΛΗΤΕΣ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΕΠΟΧΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ